συμμοριτικός
Смотреть что такое "συμμοριτικός" в других словарях:
συμμοριτικός — ή, ό και συμμορίτικος, η, ο, Ν [συμμορίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμμορίτη ή στη συμμορία … Dictionary of Greek
συμμοριτικός — ή, ό και συμμορίτικος, η, ο, Ν [συμμορίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συμμορίτη ή στη συμμορία … Dictionary of Greek